ιακυνθοτρόφος

ιακυνθοτρόφος
ἱακυνθοτρόφος, ἡ (Α)
επίθετο τής Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού τ. υακινθοτρόφος, με αντιμετάθεση τών φωνηέντων (υ...ι > ι...υ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”